- οἰνοχόημα
- οἰνοχόημαat which wine was offeredneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οινοχόημα — οἰνοχόημα τὸ (Α) [οινοχοώ] 1. ο οίνος που προσέφερε στους συνδαιτυμόνες, ο οινοχόος 2. (κατ* επέκτ.) ο οίνος που προσφερόταν δωρεάν 3. εορτή κατά την οποία προσφερόταν οίνος … Dictionary of Greek